Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός fit
συγκριτικός fitter
υπερθετικός fittest

fit (en)

  1. υγιής και ικανός, ειδικά επειδή κάνω τακτική σωματική άσκηση
    I do exercises to keep fit.
    Κάνω ασκήσεις για να διατηρηθώ υγιής.
    He is not fit for work/to travel yet.
    Δεν είναι ικανός για δουλειά/να ταξιδέψει ακόμα.
  2. κατάλληλος, άξιος, ενδεδειγμένος, σωστός
    It isn’t fit to eat/to drink.
    Δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα/για πιόσιμο.
    a meal fit for a king - γεύμα άξιο για βασιλιά
    He is not fit for the position.
    Δεν είναι ενδεδειγμένος για τη θέση.
    Do as you see fit.
    Κάνε ό,τι θεωρείς σωστό.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fit fits

fit (en)

  1. η προσαρμογή
  2. εφαρμογή
    Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
    στενή εφαρμογή
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fit
γ΄ ενικό ενεστώτα fits
αόριστος fit
παθητική μετοχή fit
ενεργητική μετοχή fitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fit (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) ταιριάζω, στρώνω, είναι το σωστό σχήμα και μέγεθος για κάποιον ή κάτι
    The shoes don’t fit me, they are small/big on me.
    Τα παπούτσια δε μου ταιριάζουν, μου είναι μικρά/μεγάλα.
    I don’t find a lid that fits the container.
    Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο.
    This shirt fits you nicely
    Στρώνει ωραία πάνω σου αυτό το πουκάμισο. (κυριολεκτικά: σου στρώνει ωραία)
  2. (αμετάβατο) χωράω, πηγαίνω, παίρνω, έχω το σωστό μέγεθος, τύπο ή αριθμό για να πάω κάπου
    How much wine fits in this barrel?
    Πόσο κρασί χωράει αυτό το βαρέλι;
    The car will fit all of us.
    Χωράμε όλοι στο αυτοκίνητο.
    Will all these clothes fit into one suitcase?
    Θα πάνε/πάρει όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;
     συνώνυμα:  accommodate, go, hold, seat και take
  3. (μεταβατικό) βάζω κάτι κάπου
    I am fitting a lock to a door.
    Βάζω κλειδαριά σε μια πόρτα.
  4. ταιριάζω

  Πηγές επεξεργασία