Ουσιαστικό

επεξεργασία

hold-up (en)

  1. καθυστέρηση ή αναμονή
  2. ένοπλη ληστεία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔɔl.dœp/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hold-up hold-ups

hold-up (fr) αρσενικό

  1. ένοπλη ληστεία