hold-up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
hold-up (en)
- καθυστέρηση ή αναμονή
- ένοπλη ληστεία
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hold-up | hold-ups |
hold-up (fr) αρσενικό
- ένοπλη ληστεία