Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας hold over
γ΄ ενικό ενεστώτα holds over
αόριστος held over
παθητική μετοχή held over
ενεργητική μετοχή holding over

  Ετυμολογία επεξεργασία

hold over < → δείτε τις λέξεις hold και over

  Ρήμα επεξεργασία

hold over (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή) αναβάλλω, δεν ασχολούμαι με κάτι αμέσως, αφήνω κάτι να ασχοληθώ αργότερα
    The issue was held over for the next meeting.
    Το θέμα αναβλήθηκε για την επόμενη συνεδρίαση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay

  Πηγές επεξεργασία