holding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
holding | holdings |
holding (en)
- οι μετοχές, έναν αριθμό μετοχών που έχει κάποιος σε μια εταιρεία
- ⮡ I have a holding/holdings in that company.
- Έχω μετοχές σε αυτή την εταιρεία.
- ⮡ I have a holding/holdings in that company.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαholding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hold
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
holding | holdings |
holding (fr) αρσενικό
- το χόλντινγκ