Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grip grips

grip (en)

  1. (συνήθως ενικός) το πιάσιμο, το κράτημα, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω κάποιον ή κάτι σφιχτά· ένας συγκεκριμένος τρόπος για να γίνει αυτό
    ⮡  The correct grip of the violin plays are role in good playing.
    Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
    ⮡  His grip on the ladder saved him from falling.
    Το κράτημα του της σκάλας τον έσωσε από πτώση.
    ⮡  He has a strong grip.
    Έχει γερό σφίξιμο στο χέρι του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. (μόνο ενικός) η επιρροή, ο έλεγχος
    ⮡  He is a politician with a great grip on his party.
    Είναι πολιτικός με μεγάλη επιρροή στο κόμμα του.
    ⮡  He has a complete grip on the company.
    Έχει απόλυτο έλεγχο στην εταιρεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη influence
  3. (μόνο ενικός) η αντίληψη, η κατανόηση
    ⮡  I have a clear grip on the problem.
    Έχω σαφή αντίληψη/κατανόηση του προβλήματος.
     συνώνυμα: grasp, → και δείτε τη λέξη understanding
  4. (μη μετρήσιμο, ενικός) η πρόσφυση, το κράτημα, η ικανότητα κάτι να κινείται πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστράει
    ⮡  Our tires guarantee excellent/maximum grip in all driving conditions.
    Τα ελαστικά μας εγγυώνται άριστη/μέγιστη πρόσφυση σε όλες τις οδηγικές συνθήκες.
    ⮡  The new tires ensure a strong grip during turns.
    Τα καινούρια λάστιχα εξασφαλίζουν γερό κράτημα στις στροφές.
     συνώνυμα:  hold και traction
  5. η λαβή, το χερούλι
    ⮡  The grip of the sword was covered with leather for better handling.
    Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.
     συνώνυμα: handle

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας grip
γ΄ ενικό ενεστώτα grips
αόριστος gripped
παθητική μετοχή gripped
ενεργητική μετοχή gripping

grip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    ⮡  He gripped the rope.
    Έσφιξε το σχοινί.
    ⮡  I gripped his arm to stop him from jumping.
    Του έπιασα το χέρι για να μην πηδήξει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) μαγεύω, καθηλώνω, ενδιαφέρομαι ή έχω ισχυρή επίδραση σε κάποιον· κρατάω την προσοχή κάποιου
    ⮡  He gripped his audience.
    Μάγεψε το ακροατήριό του.
    ⮡  The scene gripped our attention.
    Η σκηνή καθήλωσε την προσοχή μας.
    ⮡  Fear gripped him.
    Ο φόβος τον καθήλωσε.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) πιάνω, κρατώ ή κινούμαι πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστρήσω
    ⮡  The wheels didn’t grip because of the ice.
    Οι τροχοί δεν έπιασαν εξαιτίας του πάγου.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grip (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grip (sr)

  • λατινική γραφή του грип



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grip (tr)