grip
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grip | grips |
grip (en)
- (συνήθως ενικός) το πιάσιμο, το κράτημα, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω κάποιον ή κάτι σφιχτά· ένας συγκεκριμένος τρόπος για να γίνει αυτό
- ⮡ The correct grip of the violin plays are role in good playing.
- Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
- ⮡ His grip on the ladder saved him from falling.
- Το κράτημα του της σκάλας τον έσωσε από πτώση.
- ⮡ He has a strong grip.
- Έχει γερό σφίξιμο στο χέρι του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
- ⮡ The correct grip of the violin plays are role in good playing.
- (μόνο ενικός) η επιρροή, ο έλεγχος
- (μόνο ενικός) η αντίληψη, η κατανόηση
- ⮡ I have a clear grip on the problem.
- Έχω σαφή αντίληψη/κατανόηση του προβλήματος.
- ≈ συνώνυμα: grasp, → και δείτε τη λέξη understanding
- ⮡ I have a clear grip on the problem.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η πρόσφυση, το κράτημα, η ικανότητα κάτι να κινείται πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστράει
- η λαβή, το χερούλι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | grip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grips |
αόριστος | gripped |
παθητική μετοχή | gripped |
ενεργητική μετοχή | gripping |
grip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
- (μεταβατικό) μαγεύω, καθηλώνω, ενδιαφέρομαι ή έχω ισχυρή επίδραση σε κάποιον· κρατάω την προσοχή κάποιου
- ⮡ He gripped his audience.
- Μάγεψε το ακροατήριό του.
- ⮡ The scene gripped our attention.
- Η σκηνή καθήλωσε την προσοχή μας.
- ⮡ Fear gripped him.
- Ο φόβος τον καθήλωσε.
- ⮡ He gripped his audience.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πιάνω, κρατώ ή κινούμαι πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστρήσω
- ⮡ The wheels didn’t grip because of the ice.
- Οι τροχοί δεν έπιασαν εξαιτίας του πάγου.
- ⮡ The wheels didn’t grip because of the ice.
Πηγές
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrip (ca)
- η γρίπη
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrip (sr)
- λατινική γραφή του грип
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrip (tr)
- η γρίπη