Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grip grips

grip (en)

  1. (συνήθως ενικός) το πιάσιμο, το κράτημα, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω κάποιον ή κάτι σφιχτά· ένας συγκεκριμένος τρόπος για να γίνει αυτό
    ⮡  The correct grip of the violin plays are role in good playing.
    Το σωστό πιάσιμο του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο.
  2. αντίληψη, κατανόηση
  3. λαβή, χερούλι
  4. χειραψία
  5. (μεταφορικά) κράτημα
  6. (μεταφορικά) επιρροή, έλεγχος
  7. (μη μετρήσιμο) η πρόσφυση, η ικανότητα κάποιου να κινείται πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστράει
    ⮡  Our tires guarantee excellent/maximum grip in all driving conditions.
    Τα ελαστικά μας εγγυώνται άριστη/μέγιστη πρόσφυση σε όλες τις οδηγικές συνθήκες.
     συνώνυμα: traction

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας grip
γ΄ ενικό ενεστώτα grips
αόριστος gripped
παθητική μετοχή gripped
ενεργητική μετοχή gripping

grip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    ⮡  He gripped the rope.
    Έσφιξε το σχοινί.
    ⮡  I gripped his arm to stop him from jumping.
    Του έπιασα το χέρι για να μην πηδήξει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) μαγεύω, καθηλώνω, ενδιαφέρομαι ή έχω ισχυρή επίδραση σε κάποιον· κρατάω την προσοχή κάποιου
    ⮡  He gripped his audience.
    Μάγεψε το ακροατήριό του.
    ⮡  The scene gripped our attention.
    Η σκηνή καθήλωσε την προσοχή μας.
    ⮡  Fear gripped him.
    Ο φόβος τον καθήλωσε.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) πιάνω, κρατώ ή κινούμαι πάνω σε μια επιφάνεια χωρίς να γλιστρήσω
    ⮡  The wheels didn’t grip because of the ice.
    Οι τροχοί δεν έπιασαν εξαιτίας του πάγου.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grip (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grip (sr)

  • λατινική γραφή του грип



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grip (tr)