↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρίπη οι γρίπες
      γενική της γρίπης
    αιτιατική τη γρίπη τις γρίπες
     κλητική γρίπη γρίπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γρίπη < οπτικό δάνειο από τη γαλλική gripp(e) + [1] με απλοποίηση των δύο ⟨ππ⟩

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣɾi.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρί‐πη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Aπεικόνιση ιού γρίπης.

γρίπη θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • γρίππη[2] (παρωχημένη μη απλοποιημένη γραφή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γρίπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .