γριπούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γριπούλα | οι | γριπούλες |
γενική | της | γριπούλας | — | |
αιτιατική | τη | γριπούλα | τις | γριπούλες |
κλητική | γριπούλα | γριπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γριπούλα < γρίπη
Ουσιαστικό επεξεργασία
γριπούλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γριπούλα
|