γριπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
γριπώνομαι
- αρρωσταίνω από τον ιό της γρίπης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γριπώνομαι
|