αντιγριπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιγριπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααντιγριπικός, -ή, -ό
- που καταπολεμά τη γρίπη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιγριπικός
|
αντιγριπικός, -ή, -ό
|