γριπώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γριπώδης | η | γριπώδης | το | γριπώδες |
γενική | του | γριπώδους | της | γριπώδους | του | γριπώδους |
αιτιατική | τον | γριπώδη | τη | γριπώδη | το | γριπώδες |
κλητική | γριπώδη(ς) | γριπώδης | γριπώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γριπώδεις | οι | γριπώδεις | τα | γριπώδη |
γενική | των | γριπωδών | των | γριπωδών | των | γριπωδών |
αιτιατική | τους | γριπώδεις | τις | γριπώδεις | τα | γριπώδη |
κλητική | γριπώδεις | γριπώδεις | γριπώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γριπώδης < γρίπη
Επίθετο
επεξεργασίαγριπώδης
- που εμφανίζει συμπτώματα που μοιάζουν με τα συμπτώματα της γρίπης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γριπώδης
|