Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
influenza influenzas

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

influenza (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη influer



Ετυμολογία

επεξεργασία
influenza < (κληρονομημένο) μεσαιωνική λατινική influentia (επιρροή) < λατινική influens (ρέων), μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος influo < in- + fluo
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε τη μεσαιωνική λατινική influentia

Ουσιαστικό

επεξεργασία

influenza (it) θηλυκό