influenza
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- influenza < ιταλική influenza < λατινική influentia < influens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος influo < in- + fluo < πρωτοϊταλική *flowō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlewgʷ- < *bʰlew- < *bʰleh₁- (ρέω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
influenza (en)
- η γρίπη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
influenza | influenzas |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
influenza (fr) θηλυκό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη influer
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
influenza (it)
- η γρίπη