επιδημία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδημία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιδημία[1] < ἐπί + δῆμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ðiˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δη‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιδημία θηλυκό
- (ιατρική, ζωολογία, βοτανική, επιδημιολογία) λοιμώδης ασθένεια που εξαπλώνεται σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (ανθρώπων, ζώων ή φυτών) μιας ευρύτερης περιοχής
Εκφράσεις
επεξεργασία- άδεια επιδημίας: η άδεια μετάβασης σε μεγάλα αστικά κέντρα για ερευνητικούς σκοπούς, ή σε χώρες ελεγχόμενης μετακίνησης πληθυσμού.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιδημία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιδημία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας