επιδημητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδημητικός < αρχαία ελληνική ἐπιδημητικός < ἐπί + δῆμος
Επίθετο
επεξεργασίαεπιδημητικός, -ή, -ό
- που δεν μετακινείται από τον τόπο του, που δεν μεταναστεύει
- (ουσιαστικοποιημένο) επιδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που δεν μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιδημητικός
|