Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδημητικός η επιδημητική το επιδημητικό
      γενική του επιδημητικού της επιδημητικής του επιδημητικού
    αιτιατική τον επιδημητικό την επιδημητική το επιδημητικό
     κλητική επιδημητικέ επιδημητική επιδημητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδημητικοί οι επιδημητικές τα επιδημητικά
      γενική των επιδημητικών των επιδημητικών των επιδημητικών
    αιτιατική τους επιδημητικούς τις επιδημητικές τα επιδημητικά
     κλητική επιδημητικοί επιδημητικές επιδημητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδημητικός < αρχαία ελληνική ἐπιδημητικός < ἐπί + δῆμος

  Επίθετο επεξεργασία

επιδημητικός, -ή, -ό

  1. που δεν μετακινείται από τον τόπο του, που δεν μεταναστεύει
     αντώνυμα: αποδημητικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) επιδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που δεν μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
     αντώνυμα: αποδημητικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία