πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δῆμος οἱ δῆμοι
      γενική τοῦ δήμου τῶν δήμων
      δοτική τῷ δήμ τοῖς δήμοις
    αιτιατική τὸν δῆμον τοὺς δήμους
     κλητική ! δῆμε δῆμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δήμω
γεν-δοτ τοῖν  δήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δῆμος αρσενικό

  1. γη, χώρα
  2. μία από τις υποδιαιρέσεις της αρχαίας Αττικής που εισήχθησαν με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη
  3. ο λαός, οι απλοί άνθρωποι
  4. (σπάνιο) αυτός που δεν κατάγεται από αριστοκρατικό γένος
  5. (πολιτική) η δημοκρατική μερίδα σε μια αρχαία ελληνική πόλη
  6. η συνέλευση των πολιτών ως κυρίαρχο πολιτικό σώμα
      ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος: τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ (έκφραση @scaife.perseus.org
      ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ (μεταγενέστερη έκφραση @scaife.perseus.org)
  7. (πολιτική) το δημοκρατικό πολίτευμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

όπως

Αναφορές

επεξεργασία
  1. δήμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.