δῆμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δῆμος | οἱ | δῆμοι |
γενική | τοῦ | δήμου | τῶν | δήμων |
δοτική | τῷ | δήμῳ | τοῖς | δήμοις |
αιτιατική | τὸν | δῆμον | τοὺς | δήμους |
κλητική ὦ! | δῆμε | δῆμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δήμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δήμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δῆμος, ήδη μυκηναϊκή 𐀅𐀗 (da-mo) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₂- (διαιρώ) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδῆμος αρσενικό
- γη, χώρα
- μία από τις υποδιαιρέσεις της αρχαίας Αττικής που εισήχθησαν με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη
- ο λαός, οι απλοί άνθρωποι
- (σπάνιο) αυτός που δεν κατάγεται από αριστοκρατικό γένος
- (πολιτική) η δημοκρατική μερίδα σε μια αρχαία ελληνική πόλη
- η συνέλευση των πολιτών ως κυρίαρχο πολιτικό σώμα
- ↪ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος: τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ (έκφραση @scaife.perseus.org
- ↪ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ (μεταγενέστερη έκφραση @scaife.perseus.org)
- (πολιτική) το δημοκρατικό πολίτευμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως
- δημαγωγός
- δημοκρατία
- Δημοσθένης
- Αἰνησίδημος
- αὐξίδημος
- δήμαρχος
- δημεραστής
- δημεύω
- δημεχθής
- δημήγορος
- δημηλασία
- δημοβόρος
- δημογέρων
- δημοεγερτής
- δημοειδής
- δημοθεές
- δημοθοινέω
- δημόθροος
- Δημοκήδης
- δημοκηδής
- δημοκλίναρχος
- δημόκοινος
- δημοκόλαξ
- δημοκοπέω
- δημόκραντος
- Δημόκριτος
- δημοκρατέομαι
- δημόλευστος
- δημολάλητος
- δημολογέω
- δημοπίθηκος
- δημοποίητος
- δημόπρακτος
- δημοπράτης
- δημορριφής
- ἄδημος
- δημόσσοος
- δημοσσόος
- δημοστροφέω
- δημοσώστης
- δημοτελής
- δημοτερπής
- δημόφαντος
- δημοφάγος
- δημοφθόρος
- δημοφιλής
- Δημοφῶν
- Δημοφάνης
- δημοφανής
- δημοῦχος
- δημοχαρής
- Δημάρατος
- δημάρατος
- δημωφελής
- Εὔδημος
- Εὔθύδημος
- ἔκδημος
- Κλείδημος
- κοινόδημος
- κρουσιδημέω
- ἀλλόδημος
- Μενέδημος
- ὁμόδημος
- μισόδημος
- ἔνδημος
- πάνδημος
- ἐπίδημος
- ἀπόδημος
- πολύδημος
- Ἀριστόδημος
- Ἀρχέδημος
- Τιμόδημος
- Φιλόδημος
- φιλόδημος
- Χαρίδημος
- ἐχεδημία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δήμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- δῆμος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δῆμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δῆμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.