Δημόκριτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δημόκριτος | οι | Δημόκριτοι |
γενική | του | Δημόκριτου & Δημοκρίτου |
των | Δημόκριτων & Δημοκρίτων |
αιτιατική | τον | Δημόκριτο | τους | Δημόκριτους & Δημοκρίτους |
κλητική | Δημόκριτε | Δημόκριτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔημόκριτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δημόκριτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔημόκριτος αρσενικό