Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁμόδημος < ὁμός +δῆμος

  Επίθετο επεξεργασία

ὁμόδημος, ος, ον και στη δωρική ὁμόδαμος

  1. ο συντοπίτης
  2. ο συνδημότης, αυτός που κατάγεται από τον ίδιο δήμο
  3. με την ίδια πατρίδα, από το ίδιο έθνος