ὁμόδημος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὁμόδημος, ος, ον και στη δωρική ὁμόδαμος
- ο συντοπίτης
- ο συνδημότης, αυτός που κατάγεται από τον ίδιο δήμο
- με την ίδια πατρίδα, από το ίδιο έθνος
ὁμόδημος, ος, ον και στη δωρική ὁμόδαμος