Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδημότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συνδημότ
ης
οι
συνδημότ
ες
γενική
του
συνδημότ
η
των
συνδημοτ
ών
αιτιατική
τον
συνδημότ
η
τους
συνδημότ
ες
κλητική
συνδημότ
η
συνδημότ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνδημότης
συν-
+
δημότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνδημότης
αρσενικό
αυτός που είναι από τον ίδιο δήμο
※
Τότε και μόνο τότε θα αισθάνομαι περήφανος, γιατί θα έχει αξιολογηθεί η χρησιμότητά μου και η αποτελεσματικότητα της δουλειάς μου στη βελτίωση της ζωής όλων των
συνδημοτών
μου
(
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδημότης