συνδημότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνδημότης αρσενικό
- αυτός που είναι από τον ίδιο δήμο
- ※ Τότε και μόνο τότε θα αισθάνομαι περήφανος, γιατί θα έχει αξιολογηθεί η χρησιμότητά μου και η αποτελεσματικότητα της δουλειάς μου στη βελτίωση της ζωής όλων των συνδημοτών μου ([1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδημότης
|