δημογέρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δημογέρων | οἱ | δημογέροντες |
γενική | τοῦ | δημογέροντος | τῶν | δημογερόντων |
δοτική | τῷ | δημογέροντῐ | τοῖς | δημογέρουσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | δημογέροντᾰ | τοὺς | δημογέροντᾰς |
κλητική ὦ! | δημογέρον | δημογέροντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημογέροντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημογερόντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημογέρων, ομηρικό < δημο- + γέρων
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: δημογέροντας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημογέρων, -οντος αρσενικό
- ο πρεσβύτερος, ο γεροντότερος
- → δείτε τον πληθυντικό δημογέροντες (άρχοντες, ευγενείς)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δημογέρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημογέρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.