Δείτε επίσης: γέρρον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γέρων οἱ γέροντες
      γενική τοῦ γέροντος τῶν γερόντων
      δοτική τῷ γέροντ τοῖς γέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γέροντ τοὺς γέροντᾰς
     κλητική ! γέρον γέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γέροντε
γεν-δοτ τοῖν  γερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία