γέρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γέρων | οἱ | γέροντες |
γενική | τοῦ | γέροντος | τῶν | γερόντων |
δοτική | τῷ | γέροντῐ | τοῖς | γέρουσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | γέροντᾰ | τοὺς | γέροντᾰς |
κλητική ὦ! | γέρον | γέροντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γέροντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γερόντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γέρων < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *géronts (*γέροντς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵérh₂onts (παλιός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵerh₂-. Συγγενή: σανσκριτική जरन्त (járanta), παλαιά αρμενική ծեր (cer)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγέρων, -οντος αρσενικό
- γέροντας, ηλικιωμένος, γέρος
- (ως επίθετο) παλιός
- (με πολιτική σημασία) αυτός που λόγω ηλικίας ανήκει σε κάποιο ανώτερο συμβουλευτικό σώμα (βλέπε γερουσία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαως α’ συνθετικό
- γεροντο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γεροντο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά:
- γερονταγωγέω
- γεροντοδιδάσκαλος
- γεροντοκομεῖον
ως β’ συνθετικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γέρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γέρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.