Δείτε επίσης: γέρρον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γέρων οἱ γέροντες
      γενική τοῦ γέροντος τῶν γερόντων
      δοτική τῷ γέροντ τοῖς γέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γέροντ τοὺς γέροντᾰς
     κλητική ! γέρον γέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γέροντε
γεν-δοτ τοῖν  γερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γέρων < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *géronts (*γέροντς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵérh₂onts (παλιός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵerh₂-. Συγγενή: σανσκριτική जरन्त (járanta), παλαιά αρμενική ծեր (cer)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γέρων, -οντος αρσενικό

  1. γέροντας, ηλικιωμένος, γέρος
  2. (ως επίθετο) παλιός
     συνώνυμα:: γραῖος
  3. (με πολιτική σημασία) αυτός που λόγω ηλικίας ανήκει σε κάποιο ανώτερο συμβουλευτικό σώμα (βλέπε γερουσία)

Συγγενικά

επεξεργασία

ως α’ συνθετικό

ως β’ συνθετικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία