Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γερονταγωγέω < γέρων και ἄγω

  Ρήμα επεξεργασία

γερονταγωγέω

  • βοηθώ γέροντα, τον καθοδηγώ ή τον οδηγώ