γεροντία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγεροντία θηλυκό
- (θρησκεία, προφορικό) ο ηγούμενος και το ηγουμενικό συμβούλιο ενός μοναστηριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεροντία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγεροντία θηλυκό