γερουσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γερουσία, από το προσηγορικό/περιληπτικό αρχαίο ουσιαστικό γερουσία (μέλη πολιτικού συμβουλίου) < θηλυκό του αρχαίου επιθέτου γερούσιος, γερουσία, γερούσιον (=γεροντικός, τιμημένος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγερουσία θηλυκό
- πολιτικό σώμα από γέροντες, σε αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές πόλεις, στο οποίο συμμετείχαν "οι ηλικίαν έχοντες" ή πρεσβύτεροι. Γερουσία είχε και η αρχαία Ρώμη, αλλά εμείς την αποδίδουμε ως Σύγκλητο, ενώ στις άλλες γλώσσες αναφέρεται ως Senate και Senatus (από τη λατινική λέξη senex, ηλικιωμένος). Η Γερουσία ανασυστάθηκε στη νεότερη Ελλάδα για 10 χρόνια.
- πολιτικό σώμα σύγχρονων κυβερνήσεων, ως είδος Βουλής, της ηλικίας μη λαμβανομένης διόλου υπόψη, με μέλη που κατά κανόνα εκλέγονται
- η αμερικανική Γερουσία είναι ένα περίπλοκο νομοθετικό όργανο
- ανήκει στο σώμα της Γερουσίας
- προσηγορικό ή περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιείται απαξιωτικά για τους ηλικιωμένους, εστιάζοντας συγκεκριμένα στις απαρχαιωμένες αντιλήψεις τους και όχι σε άλλα χαρακτηριστικά τους
- κάνε ό,τι θέλεις και άσε τη γερουσία να λέει