Δείτε επίσης: Ῥώμη, ρώμη, Ρόμυ, Ρόμι
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ρώμη
      γενική της Ρώμης
    αιτιατική τη Ρώμη
     κλητική Ρώμη
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
H θέση της Ρώμης στο χάρτη της Ιταλίας.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ρώμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ῥώμη < λατινική Roma

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾo.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρώ‐μη
ομόηχο: ρώμη

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ρώμη θηλυκό

  1. πρωτεύουσα της Ιταλίας
  2. (κατ’ επέκταση) το αρχαίο ρωμαϊκό κράτος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία