ρώμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρώμη | ||
γενική | της | ρώμης | ||
αιτιατική | τη | ρώμη | ||
κλητική | ρώμη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρώμη < αρχαία ελληνική ῥώμη (< ρώομαι - ορμώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρώμη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- δύναμη του σώματος
- Οι αρχαίοι θαύμαζαν τη ρώμη των αθλητών.
- δύναμη του πνεύματος (θάρρος) ή της ψυχής
- Οι θεατές έμειναν έκθαμβοι από τη ρώμη των σκακιστών.