πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰχεξῐᾱ-
ονομαστική καχεξί αἱ καχεξίαι
      γενική τῆς καχεξίᾱς τῶν καχεξιῶν
      δοτική τῇ καχεξί ταῖς καχεξίαις
    αιτιατική τὴν καχεξίᾱν τὰς καχεξίᾱς
     κλητική ! καχεξί καχεξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καχεξί
γεν-δοτ τοῖν  καχεξίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καχεξία < (κακός) καχ- + θέμα εξ- από το ρήμα ἔχω (όπως και στον μέλλοντα ἕξω) + -ία[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καχεξία θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.