Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καχεξία οι καχεξίες
      γενική της καχεξίας των καχεξιών
    αιτιατική την καχεξία τις καχεξίες
     κλητική καχεξία καχεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καχεξία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καχεξία < αρχαία ελληνική κακός, καχ- + θέμα εξ- από το ρήμα ἔχω + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καχεξία θηλυκό

  1. κακή κατάσταση ενός οργανισμού, εξαιτίας ελλιπούς πρόσληψης τροφής ή για παθολογικούς λόγους
  2. (μεταφορικά) η γενικότερη κακή κατάσταση ενός πράγματος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰχεξῐᾱ-
ονομαστική καχεξί αἱ καχεξίαι
      γενική τῆς καχεξίᾱς τῶν καχεξιῶν
      δοτική τῇ καχεξί ταῖς καχεξίαις
    αιτιατική τὴν καχεξίᾱν τὰς καχεξίᾱς
     κλητική ! καχεξί καχεξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καχεξί
γεν-δοτ τοῖν  καχεξίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καχεξία < (κακός) καχ- + θέμα εξ- από το ρήμα ἔχω (όπως και στον μέλλοντα ἕξω) + -ία[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καχεξία θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία