Δείτε επίσης: ἔξω, έξω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἕξω (μέση φωνή ἕξομαι)

  • α΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρήματος ἔχω
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
ἕξω
-
ἕξοιμι
-
σύ
ἕξεις
-
ἕξοις
-
οὗτος
ἕξει
-
ἕξοι
-
ἡμεῖς
ἕξομεν
-
ἕξοιμεν
-
ὑμεῖς
ἕξετε
-
ἕξοιτε
-
οὗτοι
ἕξουσι(ν)
-
ἕξοιεν
-
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
ἕξειν
ἕξων
ἕξουσα
ἕξον