Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ἕξομαι (ενεργητικός μέλλοντας ἕξω)

  • α΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρήματος ἔχομαι, μέση φωνή του ἔχω
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
ἕξομαι
-
ἑξοίμην
-
σύ
ἕξ / ἕξει
-
ἕξοιο
-
οὖτος
ἕξεται
-
ἕξοιτο
-
ἡμεῖς
ἑξόμεθα
-
ἑξοίμεθα
-
ὑμεῖς
ἕξεσθε
-
ἕξοισθε
-
οὗτοι
ἕξονται
-
ἕξοιντο
-
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
ἕξεσθαι
ἑξόμενος
ἑξομένη
ἑξόμενον