καχεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καχεκτικότητα | οι | καχεκτικότητες |
γενική | της | καχεκτικότητας | των | καχεκτικοτήτων |
αιτιατική | την | καχεκτικότητα | τις | καχεκτικότητες |
κλητική | καχεκτικότητα | καχεκτικότητες | ||
ο πληθυντικός δεν είναι εύχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καχεκτικότητα < καχεκτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καχεκτικότητα θηλυκό
- η καχεξία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καχεξία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καχεκτικότητα
|