Ετυμολογία

επεξεργασία
cachexie < λατινική cachexia (ιατρικός όρος) < αρχαία ελληνική καχεξία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cachexie cachexies

cachexie (fr) θηλυκό