αλκή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλκή | οι | αλκές |
γενική | της | αλκής | — | |
αιτιατική | την | αλκή | τις | αλκές |
κλητική | αλκή | αλκές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλκή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλκή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /alˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐κή
- τονικό παρώνυμο: άλκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλκή θηλυκό