Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευρωστία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ευρωστί
α
οι
ευρωστί
ες
γενική
της
ευρωστί
ας
των
ευρωστι
ών
αιτιατική
την
ευρωστί
α
τις
ευρωστί
ες
κλητική
ευρωστί
α
ευρωστί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευρωστία
<
αρχαία ελληνική
εὐρωστία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευρωστία
θηλυκό
σωματική
δύναμη
και
υγεία
,
ισχύς
(
μεταφορικά
)
ισχύς
,
ακμή
※
οικονομική
ευρωστία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευρωστία
αγγλικά
:
robustness
(en)
γαλλικά
:
vigueur
(fr)
,
robustesse
(fr)