ευρωστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ευρωστία < αρχαία ελληνική εὐρωστία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευρωστία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευρωστία