Δείτε επίσης: ἰσχύς

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχύς οι ισχύες
      γενική της ισχύος των ισχύων
    αιτιατική την ισχύ τις ισχύς
     κλητική ισχύ ισχύες
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ισχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχύς
για τη σημασία στη φυσική < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική power [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ισχύς θηλυκό

  1. η δύναμη
    Είναι πολιτικός με μεγάλη ισχύ.
  2. το κύρος
    Πολλοί τεχνικοί κανονισμοί έχουν ισχύ νόμου.
  3. η εγκυρότητα
    Αυτή η διάταξη δεν είναι πια σε ισχύ.
  4. (φυσική, μονάδα μέτρησης) ο ρυθμός (παραγωγής, εκπομπής, μετάδοσης, απορρόφησης, κατανάλωσης) ενέργειας σε συνάρτηση με τον χρόνο
    μονάδα μέτρησης της ισχύος, στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων είναι το βατ (1 W)
    δείτε επίσης: δύναμη (διαφορετικό μέγεθος)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
ισχυ- 

Διαφορετικής ετυμολογίας είναι οι λέξεις ισχίο, ισχαιμία, ισχιαλγία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία