Δείτε επίσης: ἰσχύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχύς οι ισχύες
      γενική της ισχύος των ισχύων
    αιτιατική την ισχύ τις ισχύς
     κλητική ισχύ ισχύες
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχύς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈsçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σχύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισχύς θηλυκό

  1. η δύναμη
    ⮡  Είναι πολιτικός με μεγάλη ισχύ.
  2. το κύρος
    ⮡  Πολλοί τεχνικοί κανονισμοί έχουν ισχύ νόμου.
  3. η εγκυρότητα
    ⮡  Αυτή η διάταξη δεν είναι πια σε ισχύ.
  4. (φυσική, μονάδα μέτρησης) ο ρυθμός (παραγωγής, εκπομπής, μετάδοσης, απορρόφησης, κατανάλωσης) ενέργειας σε συνάρτηση με τον χρόνο
    ⮡  μονάδα μέτρησης της ισχύος, στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων είναι το βατ (1 W)
    δείτε επίσης: δύναμη (διαφορετικό μέγεθος)

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ισχυ- 

Διαφορετικής ετυμολογίας είναι οι λέξεις ισχίο, ισχαιμία, ισχιαλγία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία