Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχύτητα οι ισχύτητες
      γενική της ισχύτητας των ισχυτήτων
    αιτιατική την ισχύτητα τις ισχύτητες
     κλητική ισχύτητα ισχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχύτητα <
  1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική strength

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισχύτητα θηλυκό

  1. (Χημεία) όρος που περιγράφει τον ισχυρό ή ασθενή χαρακτήρα ενός οξέος ή μιας βάσεως. Χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν κατά τη μετάφραση αλχημιστικών κειμένων στα ελληνικά όπως επίσης και σε εγχειρίδια του Ιπποκράτη.
Η ισχύτητα των υδραλογόνων σχετίζεται άμεσα με την ατομική ακτίνα του εκάστοτε αλογόνου.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία