ισχύτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχύτητα <
- (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική strength
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισχύτητα θηλυκό
- (Χημεία) όρος που περιγράφει τον ισχυρό ή ασθενή χαρακτήρα ενός οξέος ή μιας βάσεως. Χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν κατά τη μετάφραση αλχημιστικών κειμένων στα ελληνικά όπως επίσης και σε εγχειρίδια του Ιπποκράτη.
- Η ισχύτητα των υδραλογόνων σχετίζεται άμεσα με την ατομική ακτίνα του εκάστοτε αλογόνου.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ισχύτητα στη Βικιπαίδεια