• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κατίσχυση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατίσχυση οι κατισχύσεις
      γενική της κατίσχυσης* των κατισχύσεων
    αιτιατική την κατίσχυση τις κατισχύσεις
     κλητική κατίσχυση κατισχύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατισχύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κατίσχυση < κατισχύω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατίσχυση θηλυκό

  • (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατισχύω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις κατισχύω και ισχύς

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κατίσχυση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατίσχυση&oldid=5482415"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 02:44

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 02:44.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας