ισχυρο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχυρο- < ἰσχυρό(ς) (ισχυρός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.sçi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχυ‐ρο-
Πρόθημα
επεξεργασίαισχυρο-
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισχυρο-
|
Πηγές
επεξεργασία- Λέξεις με ισχυρο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)