ισχυρογνώμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισχυρογνώμων & ισχυρογνώμονας |
η | ισχυρογνώμων | το | ισχυρογνώμον |
γενική | του | ισχυρογνώμονος & ισχυρογνώμονα |
της | ισχυρογνώμονος | του | ισχυρογνώμονος |
αιτιατική | τον | ισχυρογνώμονα | την | ισχυρογνώμονα | το | ισχυρογνώμον |
κλητική | ισχυρογνώμων & ισχυρογνώμονα |
ισχυρογνώμων | ισχυρογνώμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισχυρογνώμονες | οι | ισχυρογνώμονες | τα | ισχυρογνώμονα |
γενική | των | ισχυρογνωμόνων | των | ισχυρογνωμόνων | των | ισχυρογνωμόνων |
αιτιατική | τους | ισχυρογνώμονες | τις | ισχυρογνώμονες | τα | ισχυρογνώμονα |
κλητική | ισχυρογνώμονες | ισχυρογνώμονες | ισχυρογνώμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισχυρογνώμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχυρογνώμων. Συγχρονικά αναλύεται σε ισχυρ(ός) + -ο- + -γνώμων
Επίθετο
επεξεργασίαισχυρογνώμων, -ων, -ον
- (λόγιο) που συνηθίζει να υποστηρίζει επίμονα τις απόψεις του επιδεικνύοντας αδιαλλαξία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ισχυρογνώμονας
- ισχυρογνωμοσύνη
- ισχυρογνωμόνως
- → δείτε τις λέξεις ισχυρός και γνώμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισχυρογνώμων