ισχυρογνωμόνως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυρογνωμόνως < ισχυρογνώμων + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαισχυρογνωμόνως
- (λόγιο) με ισχυρογνώμονα τρόπο, με ισχυρογνωμοσύνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισχυρογνωμόνως
|
ισχυρογνωμόνως
|