ισχυρογνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυρογνωμοσύνη < αρχαία ελληνική ἰσχυρογνωμοσύνη, μορφολογικά αναλύεται σε ισχυρογνώμ(ων) + -οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισχυρογνωμοσύνη θηλυκό
- η αδιάλλακτη επιμονή κάποιου στις απόψεις του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισχυρογνωμοσύνη
|