Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενισχυμένος η ενισχυμένη το ενισχυμένο
      γενική του ενισχυμένου της ενισχυμένης του ενισχυμένου
    αιτιατική τον ενισχυμένο την ενισχυμένη το ενισχυμένο
     κλητική ενισχυμένε ενισχυμένη ενισχυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενισχυμένοι οι ενισχυμένες τα ενισχυμένα
      γενική των ενισχυμένων των ενισχυμένων των ενισχυμένων
    αιτιατική τους ενισχυμένους τις ενισχυμένες τα ενισχυμένα
     κλητική ενισχυμένοι ενισχυμένες ενισχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενισχυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενισχύω

  Μετοχή επεξεργασία

ενισχυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενισχύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία