Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενισχυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενισχυμέν
ος
η
ενισχυμέν
η
το
ενισχυμέν
ο
γενική
του
ενισχυμέν
ου
της
ενισχυμέν
ης
του
ενισχυμέν
ου
αιτιατική
τον
ενισχυμέν
ο
την
ενισχυμέν
η
το
ενισχυμέν
ο
κλητική
ενισχυμέν
ε
ενισχυμέν
η
ενισχυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενισχυμέν
οι
οι
ενισχυμέν
ες
τα
ενισχυμέν
α
γενική
των
ενισχυμέν
ων
των
ενισχυμέν
ων
των
ενισχυμέν
ων
αιτιατική
τους
ενισχυμέν
ους
τις
ενισχυμέν
ες
τα
ενισχυμέν
α
κλητική
ενισχυμέν
οι
ενισχυμέν
ες
ενισχυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενισχυμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ενισχύω
Μετοχή
επεξεργασία
ενισχυμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ενισχύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενισχυμένος
αγγλικά
:
strengthened
(en)
γαλλικά
:
renforcé
(fr)