ενισχυτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενισχυτής < ενισχύω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Verstärker)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενισχυτής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ισχύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενισχυτής