προενισχυτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροενισχυτής αρσενικό
- κύκλωμα ή συσκευή που ενισχύει την τάση ενός σήματος και που τοποθετείται ανάμεσα στην πηγή του σήματος και τον ενισχυτή της ισχύος
Μεταφράσεις
επεξεργασία προενισχυτής