↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχαιμία οι ισχαιμίες
      γενική της ισχαιμίας των ισχαιμιών
    αιτιατική την ισχαιμία τις ισχαιμίες
     κλητική ισχαιμία ισχαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισχαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ischémie < αρχαία ελληνική ἴσχαιμος < ἴσχω + αἷμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισχαιμία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία