Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vigueur vigueurs

vigueur (fr) θηλυκό

  1. η ευρωστία
  2. το σθένος
  3. η ισχύς
    en vigueur - εν ισχύι

Συγγενικά

επεξεργασία

και