vigoureux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigoureux | vigoureux |
θηλυκό | vigoureuse | vigoureuses |
vigoureux (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη vigueur
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigoureux | vigoureux |
θηλυκό | vigoureuse | vigoureuses |
vigoureux (fr)