σθεναρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σθεναρός | η | σθεναρή | το | σθεναρό |
γενική | του | σθεναρού | της | σθεναρής | του | σθεναρού |
αιτιατική | τον | σθεναρό | τη | σθεναρή | το | σθεναρό |
κλητική | σθεναρέ | σθεναρή | σθεναρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σθεναροί | οι | σθεναρές | τα | σθεναρά |
γενική | των | σθεναρών | των | σθεναρών | των | σθεναρών |
αιτιατική | τους | σθεναρούς | τις | σθεναρές | τα | σθεναρά |
κλητική | σθεναροί | σθεναρές | σθεναρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σθεναρός < αρχαία ελληνική σθεναρός < σθένος
Επίθετο
επεξεργασίασθεναρός, -ή, -ό
- που έχει σθένος, δύναμη και γενναιότητα, ιδίως στον ψυχικό και ηθικό τομέα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σθεναρά
- σθεναρότητα
- σθεναρώς
- → δείτε τη λέξη σθένος