Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σθεναρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σθεναρότητ
α
οι
σθεναρότητ
ες
γενική
της
σθεναρότητ
ας
των
σθεναροτήτ
ων
αιτιατική
τη
σθεναρότητ
α
τις
σθεναρότητ
ες
κλητική
σθεναρότητ
α
σθεναρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σθεναρότητα
<
σθεναρός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σθεναρότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
σθεναρός
, η
ιδιότητα
του
σθεναρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σθεναρότητα
ιταλικά
:
tenacia
(it)
,
forza
(it)
,
ostinazione
(it)