Ετυμολογία

επεξεργασία
forza < λατινική fŏrtia

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
forza forze

forza (it) θηλυκό

forza (it)

  1. δεύτερο πρόσωπο προστακτικής του ρήματος forzare
  2. τρίτο πρόσωπο ενεστώτα του ρήματος forzare