αδύναμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αδύναμος < αρχαία ελληνική ἀδύναμος < α- + δύναμις
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αδύναμος, -η, -ο
- που δεν έχει δυνάμεις
- ξεπέρασε την αρρώστια, αλλά νιώθει ακόμη αδύναμος
- που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση
- ακούστηκαν μερικές αδύναμες διαμαρτυρίες, αλλά τίποτε περισσότερο