αδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδύναμος | η | αδύναμη | το | αδύναμο |
γενική | του | αδύναμου | της | αδύναμης | του | αδύναμου |
αιτιατική | τον | αδύναμο | την | αδύναμη | το | αδύναμο |
κλητική | αδύναμε | αδύναμη | αδύναμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδύναμοι | οι | αδύναμες | τα | αδύναμα |
γενική | των | αδύναμων | των | αδύναμων | των | αδύναμων |
αιτιατική | τους | αδύναμους | τις | αδύναμες | τα | αδύναμα |
κλητική | αδύναμοι | αδύναμες | αδύναμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδύναμος < αρχαία ελληνική ἀδύναμος < α- + δύναμις
Επίθετο
επεξεργασίααδύναμος, -η, -ο
- που δεν έχει δυνάμεις
- ξεπέρασε την αρρώστια, αλλά νιώθει ακόμη αδύναμος
- που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση
- ακούστηκαν μερικές αδύναμες διαμαρτυρίες, αλλά τίποτε περισσότερο