παραθετικά
θετικός weak
συγκριτικός weaker
υπερθετικός weakest

  Επίθετο

επεξεργασία

weak (en)

  • αδύνατος, ασθενής
    I feel very weak.
    Νιώθω πολύ αδύνατος.
    weak sight/heart/hearing - αδύνατη όραση/καρδιά/ακοή
    the weak points of a plan/argument - τα ασθενή σημεία ενός σχεδίου/επιχειρήματος
    weak defense - ασθενής άμυνα