Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός weakly
συγκριτικός more weakly
υπερθετικός most weakly

  Ετυμολογία επεξεργασία

weakly < weak + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

weakly (en)

  • αδύναμα, με αδύναμο τρόπο
    He shot weakly and the goalkeeper made the save easily.
    Σούταρε αδύναμα και ο τερματοφύλακας απέκρουσε εύκολα.

  Πηγές επεξεργασία